γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… … Dictionary of Greek
δρασείει — δρᾱσείει , δρασείω have a mind to do pres ind mp 2nd sg δρᾱσείει , δρασείω have a mind to do pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω … Dictionary of Greek
δομοσφαλής — δομοσφαλής, ές (Α) αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι … Dictionary of Greek
δορυσσόος — δορυσσόος, ον (Α) 1. (για άντρα) αυτός που σείει το δόρυ, ανδρείος 2. «πόνος δορυσσόος» ο αγώνας τής μάχης … Dictionary of Greek
ελελίχθων — ἐλελίχθων, ο (Α) 1. αυτός που σείει τη γη 2. επίθ. τού Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και τού Βάκχου τού οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη … Dictionary of Greek
εννοσίγαιος — ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α) (ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + γαιος < γαία] … Dictionary of Greek
ενοσίχθων — ἐνοσίχθων, ο (Α) αυτός που σείει τη γη (επίθ. τού Ποσειδώνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοσις «κλονισμός» + χθών «γη»] … Dictionary of Greek
θυρσοτινάκτης — θυρσοτινάκτης, ὁ (Α) (για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο τινάκτης, πετρεν τινάκτης] … Dictionary of Greek