σείει

σείει
σείω
shake
aor subj act 3rd sg (epic)
σείω
shake
fut ind mid 2nd sg (epic)
σείω
shake
fut ind act 3rd sg (epic)
σείω
shake
pres ind mp 2nd sg
σείω
shake
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαιήοχος — (I) γαιήοχος, ο, η (Α) 1. εκείνος που σείει τη γη 2. (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη 3. αυτός που προστατεύει τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο οχος < έχω… …   Dictionary of Greek

  • δρασείει — δρᾱσείει , δρασείω have a mind to do pres ind mp 2nd sg δρᾱσείει , δρασείω have a mind to do pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …   Dictionary of Greek

  • αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • δομοσφαλής — δομοσφαλής, ές (Α) αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι …   Dictionary of Greek

  • δορυσσόος — δορυσσόος, ον (Α) 1. (για άντρα) αυτός που σείει το δόρυ, ανδρείος 2. «πόνος δορυσσόος» ο αγώνας τής μάχης …   Dictionary of Greek

  • ελελίχθων — ἐλελίχθων, ο (Α) 1. αυτός που σείει τη γη 2. επίθ. τού Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και τού Βάκχου τού οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη …   Dictionary of Greek

  • εννοσίγαιος — ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α) (ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + γαιος < γαία] …   Dictionary of Greek

  • ενοσίχθων — ἐνοσίχθων, ο (Α) αυτός που σείει τη γη (επίθ. τού Ποσειδώνος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένοσις «κλονισμός» + χθών «γη»] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοτινάκτης — θυρσοτινάκτης, ὁ (Α) (για τον Βάκχο) αυτός που σείει τον θύρσο, που κινεί τον θύρσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + τινάκτης (< τινάσσω), πρβλ. παντο τινάκτης, πετρεν τινάκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”